εγκατοπτρίζομαι

εγκατοπτρίζομαι
(AM ἐγκατοπτρίζομαι)
νεοελλ.
υποδηλώνομαι, διαφαίνομαι
αρχ.
βλέπω το πρόσωπό μου σαν μέσα σε καθρέφτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκατοπτρισάμενος — ἐγκατοπτρίζομαι look at oneself as in a mirror aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατοπτρίζεσθαι — ἐγκατοπτρίζομαι look at oneself as in a mirror pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφαντάζομαι — ἐμφαντάζομαι (AM) μσν. σχηματίζω στη φαντασία μου, επινοώ αρχ. 1. εμφανίζομαι στη φαντασία κάποιου 2. εγκατοπτρίζομαι, αντανακλώμαι 3. βλέπω όραμα, φάντασμα 4. παίρνω ορατή μορφή 5. συνδέομαι συνειρμικά στη φαντασία με κάτι («τὰ ἐμφανταζόμενα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”